πυρηνοτομία

πυρηνοτομία
η, Ν
βιολ.
1. η διαίρεση τού πυρήνα τού κυττάρου που παρατηρείται κατά τη μίτωση και τη μείωση, δηλαδή κατά τον πολλαπλασιασμό τού κυττάρου
2. φρ. «αμιτωνική πυρηνοτομία» — η αμίτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήνας + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. κυτταρο-τομία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπειρογύρα — (spirogyra). Φυτό της οικογένειας των Ζυγονηματιδών ή Ζυγνεμιδών (Zygnemaceae). Υπάρχουν 100 είδη σ., πολλά από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα. Η σ. πολλαπλασιάζεται με πυρηνοτομία ή και με παρθενογένεση, με απευθεία φύτρωση κύτταρου που… …   Dictionary of Greek

  • γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”